- ταυρογάστωρ
- -ορος, ὁ, Α1. αυτός που έχει ογκώδη κοιλιά σαν τον ταύρο2. μτφ. υπερμεγέθης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ὑδρο-γάστωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταυρογάστορα — ταυρογάστωρ with bull s paunch masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek